- σύλησας
- σύ̱λησας , συλάωstrip offaor ind act 2nd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλήσας — σῡλήσᾱς , συλάω strip off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… … Dictionary of Greek